ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ
Του κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΑΚΑΡΕΛΛΟΥ
Στις 22 Δεκεμβρίου 2002 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος με τη Σύνοδό του εξέδωσαν την υπʼ αριθμ.1110 απόφασή του. Φέρει την επιγραφή «Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις κηρύξεως ως σχισματικών των καταληψιών της εν αγίω ΄Ορει Ιεράς Βασιλικής, Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Εσφιγμένου».
Το πιο πάνω Πατριαρχικό έγγραφο έχει διφυή χαρακτήρα.
Είναι αφενός μεν απόφαση Δικαστηρίου, αφετέρου είναι πράξη διοικήσεως διαπιστωτικού περιεχομένου.
Α΄ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΩΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
1. ΓΕΝΙΚΑ α. Κατά την πιο πάνω αυτοτιτλοφορούμενη « Πατριαρχική και Συνοδική Πράξι » τόσο ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, όσο και η Σύνοδός του ανακηρύττουν τον εαυτό τους ως «δικαστήριο», το οποίο καταδικάζει τους μεν ιερομόναχους της Μονής σε καθαίρεση, τους δε λοιπούς μοναχούς αυτής σε «ακοινωνησία», δήθεν ως «σχισματικούς».
Η απόδοση του χαρακτηρισμού στους μοναχούς της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου ως «σχισματικών» έχει ιδιαίτερη σημασία, την οποία αναφέρει ο ίδιος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος στο διαβιβαστικό της πιο πάνω «Πράξεώς» του στην Ιερά Κοινότητα του Αγίου ΄Ορους και στο οποίο γράφει:
« Ο επίσημος ούτος χαρακτηρισμός των εν λόγω προσώπων ως σχισματικών συνεπάγεται, ως γνωστόν, κατά το άρθρον 5 του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου ΄Ορους και κατά το άρθρον 105 του Ελληνικού Συντάγματος την απαγόρευσιν της εγκαταβιώσεως αυτών εν Αγίω ΄Ορει και συνεπώς προτρεπόμεθα την αγαπητήν ημίν Οσιότητα υμών όπως ενεργήση, εν συνεργασία μετά των πολιτειακών εν Αγίω Όρει αρχών, τα δέοντα δια την μετά διακρίσεως απέλασιν αυτών εξ αυτού».
Κατά ταύτα είναι φανερό, πως η καταδίκη των αγιορειτών αυτών μοναχών της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου έγινε από το Πατριαρχικό Δικαστήριο μόνο και μόνο για να γίνει αποδεκτή η κατηγορία τους ως «σχισματικών», η οποία είναι απαραίτητο πρόσχημα για την εκδίωξή τους από την Ιερά Μονή Εσφιγμένου και απέλασή τους από το Άγιο Όρος.
β. Η ανωτέρω «Πράξη» είναι αντικανονική και παράνομη, η οποία δεν μπορεί να παραγάγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.
Προφανής επιδίωξη του Πατριάρχη είναι κατάληψη της ιστορικής αυτής Ιεράς Μονής από ομάδα ξένων και «άγνωστης» προέλευσης μοναχών, τους οποίους «έχρισαν» παράνομα ως δήθεν νόμιμη διοίκησή της για να εισπραχθούν έτσι τα προορισμένα για τη Μονή κονδύλια της Πολιτείας, ή άλλων φορέων.
2। ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
1. Η υπʼ αριθμ. πρωτ. 1110/ 2002 «Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις» του Πατριαρχείου, παρά τον ψευδεπίγραφο τίτλο της, είναι κατʼ αρχήν απόφαση δικαστηρίου, το οποίο συγκροτήθηκε από τον ίδιο τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και τη Σύνοδό του.
Η ως άνω «Πράξη» προσπαθεί να θεμελιώσει την θεσμοθέτηση του Δικαστηρίου αυτού τόσο στους Ιερούς Κανόνες και τα αρχαία «Τυπικά» του Αγιώνυμου ΄Ορους, όσο και στους νόμους του Ελληνικού κράτους. Συγκεκριμένα:
α. Η πιο πάνω «Πράξη» αναφέρει ότι οι ιεροί κανόνες «ανέθεσαν εις τον Οικουμενικόν Θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως την τελικήν και ανέκκλητον κρίσιν των βαρυτέρων και βαρυτάτων εκ των διαταρασσόντων την ευταξίαν πνευματικών παραπτωμάτων των εν Αγίω ΄Ορει υπό των τε Αγιορειτών και την ιδιότητα του Αγιορείτου μοναχού μη κανονικώς μεν κεκτημένων, ταύτην δε αυτοβούλως οικειοποιουμένων χριστιανών, ει και μη αναγνωριζόντων την έπʼ αυτούς πνευματική δικαιοδοσίαν της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας…».
β. Συμπληρωματικά δε η αυτή «Πράξη» προσθέτει:
« Της μακραίωνος ταύτης κανονικής δικαιοδοσίας του καθʼ ημάς Αγιωτάτου Αποστολικού Θρόνου επί των εν Αγίω Όρει εγκαταβιούντων και εαυτούς Αγιορείτας θεωρούντων έγγραφος διατύπωσις ευρίσκεται εν τε τοις αρχαίοις Τυπικοίς και εν τω εξ αυτών και των αρχαιοτάτων μοναχικών θεσμών και καθεστώτων απορρέοντι Καταστατικώ Χάρτη του Αγίου Όρους, εν άρθρω τεσσαρακοστώ τρίτω, του οποίου ρητώς ορίζεται ότι “ δια τας πνευματικάς υποθέσεις ανώτατον δικαστήριον είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης μετά της περί αυτόν Ιεράς Συνόδου”, ενώ εν τω πεντηκοστώ δευτέρω αυτού άρθρω ρητώς διευκρινείται ότι “των παραπτωμάτων, καθʼ ων απειλείται η ποινή της καθαιρέσεως αρμόδιον δια την εκδίκασιν δικαστήριον είναι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, εις ο παραπέμπεται υπό του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου η δικογραφία, σχηματιζομένη κατά τας γενικάς της διαδικασίας διατάξεις του παρόντος Καταστατικού”.
2. Αν εξετάσομε όμως τους πιο πάνω ισχυρισμούς της λεγόμενης «Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως» θα δούμε ότι όλοι τους είναι αναληθείς και ανυπόστατοι. Συγκεκριμένα:
α. Κανένας απολύτως Ιερός Κανόνας δεν ομιλεί για συγκρότηση Δικαστηρίου, και μάλιστα ανώτατου, από τον εκάστοτε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και την περί αυτόν Σύνοδό του, για να δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα παραπτώματα των αγιορειτών, για τα οποία η προβλεπόμενη ποινή είναι της καθαίρεσης.
Εάν υπήρχε έστω και ένας Κανόνας, έπρεπε να τον αναφέρει η περιώνυμη αυτή «Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη».
Άλλωστε, το ΄Άγιο ΄Ορος, όπως και ολόκληρη η χερσόνησος των Βαλκανίων, πλην της Θράκης, το λεγόμενον ΄Ιλλυρικόν, υπάγονταν κανονικώς στη δικαιοδοσία του Ορθοδόξου Πατριαρχείου Παλαιάς Ρώμης μέχρι το έτος 732. Τότε ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος, αντικανονικά το απέσπασε και προσάρτησε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Νέας Ρώμης Κωνσταντινουπόλεως. Οι Ορθόδοξοι Πάπες της Ρώμης ποτέ δεν αναγνώρισαν την αντικανονική αυτή υπαγωγή του Ιλλυρικού στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε δε τούτο μεταγενέστερα ένας από τους λόγους του σχίσματος των δύο Εκκλησιών, που έγινε το 1009 μ.Χ..
Εξάλλου, ο 28ος Κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει ρητά και αποκλειστικά τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Είναι δε αύτη οι επαρχίες («διοικήσεις») του Πόντου, της (Μικράς) Ασίας και της Θράκης. Δεν είναι ολόκληρη η χερσόνησος των Βαλκανίων, πλην της Θράκης. Και σε αυτό το χώρο οφείλει και σήμερα να περιορίζει τη δικαιοδοσία του το Πατριαρχείο Κπόλεως, ο τίτλος του οποίου ως Οικουμενικού δεν του προσπορίζει καμία περαιτέρω εξουσία, αλλά τη διάκρισή του μόνον ως «βασιλικού», ή «αυτοκρατορικού» ιδρύματος.
β. Ούτε κανένα από τα αρχαία «Τυπικά» του Αγίου ΄Όρους, αναφέρεται όχι μόνο σε θεσμοθέτηση «Πατριαρχικού Δικαστηρίου» για τους Αγιορείτες, αλλʼ ούτε καν σε δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο ΄Άγιο ΄Όρος.
αα. Τα αρχαιότερα «Τυπικά» του Αγίου ΄Όρους είναι του Αγίου Αθανασίου Αθωνίτη και του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή, ο λεγόμενος «Τράγος». Ειδικώτερα:
Ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, που έκτισε τη Μονή της Μέγιστης Λαύρας με τη συνδρομή του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά ( 963- 969), τον συμβούλεψε με την έκδοση ιδρυτικού χρυσόβουλου του να καταστήσει τη Μονή «ελεύθερη και αυτοδέσποτη».
Ο ίδιος ο άγιος Αθανάσιος εξηγεί γιατί προέβη στην ενέργειά του αυτή, λέγοντας: « διʼ ουδέν έτερον συμβεβουλεύκαμεν εκδεδόσθαι παρά του τρισμάκαρος Βασιλέως, ή δια το μη την Λαύραν υπό τινος ετέρου προσώπου υποπεσείν, μήτε Πατριάρχου, μήτε… αλλʼ είναι αυτήν αυτοδέσποτον και αυτεξούσιον» ( βλ. Δ. Πετρακάκου «Το μοναχικόν Πολίτευμα του Αγίου ΄Όρους», Αθήναι 1925, σελ. 32).
Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής (969-976) στο «Τυπικό» του (του έτους 972), δεν κάνει καμιά αναφορά ούτε του Πατριαρχείου, ούτε άλλου επισκόπου.
Εξάλλου την εποχή αυτή ο ίδιος ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης ασκούσε ως «Πρώτος» την ανώτατη διοικητική εξουσία στα τότε υπάρχοντα 58 μοναστήρια του Αγίου΄Ορους.
ββ. Αλλά, ούτε και σε άλλα νεώτερα «Τυπικά» του Αγίου Όρους, όπως είναι του Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου (1046), γίνεται λόγος για Οικουμενικό Πατριάρχη, ή άλλο επίσκοπο.
Απεναντίας υπάρχουν χρυσόβουλα αυτοκρατόρων, που ορίζουν την ανεξαρτησία των Μοναστηριών του Αγίου ΄Όρους από το Πατριαρχείο.
Στο Χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ του Λεκαπηνού, το 934 αναφέρεται: «Πλην τούτο διοριζόμεθα, ίνα η εμφερομένη…αρχαία των γερόντων καθέδρα απαρενόχλητος διατηρήται από πάσης επηρείας… εγγινομένη παρά Επισκόπων και αρχόντων και άλλου παντός…» ( Actes du Protaton, Paris 1975, σελ. 187)
Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός ( 1081- 1118) με αφορμή την επιδίωξη του επισκόπου Ιερισσού να υπαγάγει στην επισκοπική δικαιοδοσία του το Άγιο ΄Όρος, όπως ορίζει ο Η΄ κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου για τις Μονές γενικά, θέσπισε «ίνα η ελευθερία του ΄Όρους φυλαχθή και μηδέποτε υπʼ ενορία Μητροπολίτου η επισκόπου γένηται», όρισε δε μόνο την μνημόσευση του ονόματός του στις ακολουθίες, που τελούνταν στο ΄Άγιο ΄Όρος. ( βλ. Μ. Γεδεών « Ο Άθως», Κωνσταντινούπολις 1885, σελ. 106)
γ. Ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου ΄Όρους, όπως είδαμε πιο πάνω, στα άρθρα του 43 και 52, αναφέρει ότι ο Πατριάρχης με τη Σύνοδό του αποτελούν πνευματικό Δικαστήριο για τα παραπτώματα των αγιορειτών, που επισύρουν ποινή καθαιρέσεως. Για την ισχύ των άρθρων αυτών πρέπει να πούμε τα εξής:
αα. Το άρθρο 105 του Συντάγματος ορίζει ότι «από πνευματική άποψη το Άγιο Όρος διατελεί υπό την άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου…. Η ακριβής τήρηση των αγιορειτικών καθεστώτων τελεί ως προς το πνευματικό μέρος υπό την ανώτατη εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ως προς το διοικητικό μέρος υπό την εποπτεία του κράτους. .. Με νόμο επίσης καθορίζονται η δικαστική εξουσία που ασκούν οι μοναστηριακές αρχές και η Ιερά Κοινότητα».
Με τη συνταγματική αυτή πρόβλεψη η δικαιοδοσία του Πατριαρχείου είναι καθαρά πνευματικού περιεχομένου. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι δικαστικού, ή διοικητικού περιεχομένου. Το Σύνταγμα μάλιστα στο ίδιο, το 105 άρθρο του, αναφέρει ότι « η ακριβής τήρηση των αγιορειτικών καθεστώτων τελεί ως προς το πνευματικό μέρος από την ανώτατη εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Αυτό σημαίνει ότι το Πατριαρχείο έχει μόνο πνευματική και καμία άλλη εποπτεία επί του Αγίου ΄Ορους.
Ως εκ τούτου, το Σύνταγμα δεν εκχωρεί στο Πατριαρχείο οποιαδήποτε δικαστική εξουσία για παραπτώματα αγιορειτών.
ββ. Ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους είναι τριμερής σύμβαση μεταξύ Ιεράς Κοινότητος Αγίου ΄Όρους, Οικουμενικού Πατριαρχείου και Ελληνικής Πολιτείας. Το κείμενό του σύνταξε πενταμελής Ιεροκοινοτική Επιτροπή το 1924. Στη συνέχεια το Οικουμενικό Πατριαρχείο κύρωσε αυτόν, με επουσιώδεις τροποποιήσεις σʼ ορισμένα άρθρα του, τις οποίες δέχτηκε η Ιερά Κοινότητα. Ακολούθως στάλθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία τον κύρωσε, με το από 10/ 16. 9.1926 Νομοθετικό Διάταγμα ( Φ.Ε.Κ. Α΄309) «Περί κυρώσεως του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου ΄Όρους».
Στο άρθρο 1 του κυρωτικού αυτού Νομοθετικού Διατάγματος αναφέρονται τα εξής:
«Κυρούται ο προσηρτημένος “Καταστατικός Χάρτης του Αγίου ΄Όρους Άθω ” υπό χρονολογίαν 10 Μαΐου 1924, ψηφισθείς υπό της Εκτάκτου Διπλής Συνάξεως των αντιπροσώπων των είκοσιν Ιερών Μονών, και εγκριθείς υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εφʼ όσον δεν αντίκειται προς τας ακολούθους διατάξεις».
Στη συνέχεια το εν λόγω Νομοθετικό Διάταγμα στα άρθρα του 7 έως 35διαλαμβάνει τα της «απονομής της δικαιοσύνης εν αγίω Όρει», στα οποία άρθρα μεταξύ των οριζομένων δικαστηρίων, δεν περιλαμβάνει τον Πατριάρχη και την Πατριαρχική Σύνοδο ως δικαστήριο. Αυτό σημαίνει ότι το άρθρο 43 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου ΄Ορους, είναι αντίθετο με το κυρωτικό Νομοθετικό Διάταγμα, με συνέπεια να μην ισχύει. Επομένως, η διαλαμβανόμενη στο υπʼ αριθμ. 1110 πατριαρχικό έγγραφο απόφαση είναι όχι μόνο παράνομη, αλλά και ανύπαρκτη, ως εκδοθείσα από ανύπαρκτο δικαστήριο!
Με το τρόπο αυτό οι αγιορείτες μοναχοί στερήθηκαν παράνομα τον φυσικό τους δικαστή, παρά την επιταγή του Νομοθετικού Διατάγματος της 10/16.91926 «Περί κυρώσεως του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου ΄Ορους», το οποίο στο άρθρο 7, εδάφιο γ΄ ορίζει : « Ουδείς δικάζεται ανήκουστος, ουδεμία ποινή επιβάλλεται άνευ νόμου ή ιερού κανόνος θεμελιούντος αυτήν, και ουδείς στερείται άκων του φυσικού δικαστού».
δ. Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εδώ κάθε περαιτέρω αναφορά μας για τις παρανομίες της δικαστικής αυτής απόφασης, η οποία εκδόθηκε από ανύπαρκτο κατά το νόμο δικαστήριο. Όμως για να φανεί πόσο το Φανάρι δεν σέβεται τους νόμους της χώρας μας, επισημαίνουμε και ορισμένες άλλες παρανομίες της εν λόγω δικαστικής απόφασης.
αα. Περαιτέρω και αν ακόμα υποθέσουμε ότι το «Πνευματικό Δικαστήριο» του Πατριαρχείο δεν είναι αντίθετο με το Σύνταγμα και το κυρωτικό του Καταστατικού Χάρτη Νομοθετικό Διάταγμα, τούτο θα είχε αρμοδιότητα να δικάζει μόνο τα παραπτώματα, που επισύρουν καθαίρεση. Σε καθαίρεση όμως υπόκεινται μόνο οι κληρικοί και όχι οι μοναχοί. Αυτό σημαίνει ότι ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος με τη Σύνοδό του δεν θα είχαν το δικαίωμα να δικάσουν τους Εσφιγμενίτες μοναχούς, παρά μόνον όσους από αυτούς είναι κληρικοί. Συνεπώς, και με την προϋπόθεση ότι το Πατριαρχείο μπορεί να θεωρηθεί νόμιμο Δικαστήριο για τους μοναχούς του Αγίου Όρους, τούτο δεν μπορούσε ποτέ να δικάσει νόμιμα τους μοναχούς της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου και όχι τους ιερομόναχους αυτής.
ββ. Επί πλέον, και πάλι αν υποθέσουμε ότι είναι νόμιμο το Δικαστήριο αυτό, από πουθενά δεν προκύπτει ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία. Και πράγματι δεν τηρήθηκε. Κατʼ αυτή απαιτείται η κοινοποίηση κατηγορητηρίου σε κάθε ένα κατηγορούμενο, που να περιέχει τη συγκεκριμένη κατηγορία. Επιβάλλεται επίσης η κοινοποίηση κλήσης, στην οποία να ορίζεται η ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης, ο τόπος και το Δικαστήριο το οποίο θα δικάσει την εις βάρος του κατηγορία. Οι κατηγορούμενοι μοναχοί ποτέ δεν κλήθηκαν νόμιμα, ούτε να απολογηθούν, ούτε να παραστούν κατά την εκδίκαση της υπόθεσής τους στο Δικαστήριο. Αυτή και μόνο η παρανομία συνεπάγεται ακυρότητα της εκδοθείσας απόφασης.
γγ. Δεν μπορεί να παραπέμπεται κάποιος σε δίκη ως κατηγορούμενος χωρίς σε βάρος του κατηγορία, η οποία πρέπει να προβλέπεται από το νόμο ή Ιερό κανόνα, να είναι διατυπωμένη με σαφήνεια και νʼ αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται.
Στην προκειμένη περίπτωση οι αγιορείτες μοναχοί παραπέμφθηκαν από τον Πατριάρχη στο παράνομο Δικαστήριό του ως «σχισματικοί, καταληψίες και ασκούντες προσηλυτισμό». Οι αποδιδόμενες κατηγορίες σε κάποιο κατηγορούμενο αποδεικνύονται πάντα με αποδεικτικά μέσα, τα οποία καθορίζει περιοριστικά ο νόμος. Τέτοια αποδεικτικά μέσα είναι οι μάρτυρες, η ομολογία του κατηγορουμένου κτλ. Το Πατριαρχικό Δικαστήριο εφεύρε και νέο μέσο για την απόδειξη των κατηγοριών σε βάρος των αγιορειτών. Το μέσο αυτό είναι «η.... απόφασή του»! Χρησιμοποίησε δηλ. ως αποδεικτικό μέσο τη «λήψη του ζητουμένου» ως δεδομένο! Η Πατριαρχική αυτή δικαιοσύνη είναι «χομεϊνικού» τύπου, μόνο που δεν υπάρχουν «αγιατολλάχ» στην Ορθόδοξη Εκκλησία!
ε. Περαίνοντες τα της απόφασης του Πατριαρχικού Δικαστηρίου καταλήγουμε ότι αυτή είναι παράνομη, επειδή εκδόθηκε από ανύπαρκτο νομικά δικαστήριο και παραβιάστηκε κατάφωρα ο νόμος σε κάθε περίπτωση. Ως εκ τούτου, και αν ακόμη είχε εκδοθεί από νόμιμο δικαστήριο, και δεν είχε η απόφαση καμία άλλη παρανομία, επειδή αυτή είναι «πνευματικού περιεχομένου», δεν μπορεί να εκτελεστεί από τα όργανα του ελληνικού κράτους, όπως άλλωστε έχει αποφανθεί το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας.
Ως εκ τούτου, κανένας δεν μπορεί να ενοχλήσει την Ιερά Μονή Εσφιγμένου και τους εγκαταβιούντες σʼ αυτή Πατέρες, γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση μπορεί να διωχθεί για διάπραξη πολλών αδικημάτων.
Β΄ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ, ΩΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
1. ΓΕΝΙΚΑ 1. Το Πατριαρχικό Έγγραφο αυτοχαρακτηρίζεται «Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις». Και μόνο αυτός ο αυτοχαρακτηρισμός υποδηλώνει ότι πρόκειται για διοικητική πράξη. Αν ήταν μόνο δικαστική απόφαση το εν λόγω έγγραφο θα έφερε το χαρακτηρισμό «απόφαση», ή κάτι τέτοιο.
Πρέπει ως εκ τούτου να εξετάσουμε το έγγραφο αυτό και ως «διοικητική πράξη».
2. Η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και είναι θείος, αλλά και ανθρώπινος οργανισμός, γιατί έχει μέλη του ανθρώπους. Ως ανθρώπινος οργανισμός είχε απʼ την αρχή ανάγκη διοργάνωσης.
΄Ετσι, για την ευχερέστερη διαποίμανσή της, μέσα στα αχανή όρια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του λεγόμενου Βυζαντίου, που εξαπλώθηκε, διοργανώθηκε σε πέντε ξεχωριστές διοικητικές ενότητες, που είναι οι τοπικές Εκκλησίες, τα λεγόμενα Πατριαρχεία. Ήταν αυτά τα Πατριαρχεία της Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων. Τα Πατριαρχεία αυτά ήταν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Τα συνέδεε όμως η κοινή Ορθόδοξη πίστη και τα ένωνε πνευματικά σε ένα σώμα η «κοινωνία» που είχαν μεταξύ τους.
Από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου η Εκκλησία βρήκε στο πρόσωπο των χριστιανών Ρωμαίων αυτοκρατόρων πολύτιμο συμπαραστάτη και βοηθό. Οι αυτοκράτορες για να νομοθετούν τα χρήσιμα για την Ορθοδοξία, ιδίως σε εποχές αιρέσεων, είχαν ανάγκη ένα είδος συγκλήτου, όπως είχαν σύγκλητο για όλα τα άλλα ζητήματα της αυτοκρατορίας.
Το ρόλο μιάς τέτοιας «συγκλήτου» εκτελούσαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Για το λόγο αυτό, οι αυτοκράτορες τις συγκαλούσαν κάθε φορά που ήθελαν να νομοθετήσουν για εκκλησιαστικά θέματα, όπως αν μιά κοινότητα χριστιανών, έπρεπε να απολαμβάνει έννομη προστασία ως ορθόδοξη, ή όχι. Προσκαλούσαν λοιπόν τους σπουδαιότερους επισκόπους από όλη την αυτοκρατορία σε Σύνοδο, τους οποίους συμβουλεύονταν. Έτσι προέκυψαν οι λεγόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι, που ήταν κατʼ αρχή θεσμός πολιτικός. Οι αποφάσεις τους, από τη στιγμή που τις υπόγραφε ο αυτοκράτορας αποτελούσαν νόμο του κράτους. Ακόμα και η ονομασία τους, «Οικουμενικές Σύνοδοι» σημαίνει «αυτοκρατορικές Σύνοδοι». «Οικουμένη» ήταν τότε η αυτοκρατορία. Από κει προέρχεται και ο τίτλος του Πατριαρχείου ως «Οικουμενικού», γιατί ήταν αυτοκρατορικό ίδρυμα, όπως ήταν και τόσα άλλα, που έφεραν τον τίτλο αυτό. Ο τίτλος αυτός σε καμιά περίπτωση δεν φανερώνει παγκόσμια, δικαιοδοσία, όπως θέλουν σήμερα μερικοί να ερμηνεύουν την ονομασία του. Οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων είναι οι Ιεροί Κανόνες, οι οποίοι ήταν οι νόμοι της αυτοκρατορίας για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι Ορθόδοξοι Οικουμενικές Σύνοδοι επειδή εξέφραζαν την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας, κατέστησαν και εκκλησιαστικός θεσμός, και μάλιστα ο ανώτατος.
3. Οι Ιεροί Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, παράλληλα με τη δογματική διδασκαλία των Πατέρων, καθόριζαν και καθορίζουν μέχρι σήμερα, τα όρια της Εκκλησίας, δηλ. ποιοί αποτελούν τα μέλη της και ποιοί αποκόπτονται.
Κατά τʼ ανωτέρω μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι έλαβαν το Ορθόδοξο βάπτισμα και διαθέτουν την ορθή πίστη της Εκκλησίας, έχουν δε «κοινωνία» με αυτήν, που εκδηλώνεται με τη συμμετοχή τους στα μυστήριά της, που τελούνται από τους κληρικούς τοπικού επισκόπου. Με άλλα λόγια, ο Ορθόδοξος τοπικός επίσκοπος με τον οποίο «κοινωνεί» ένας πιστός, είναι ο σύνδεσμος του πιστού αυτού με την Εκκλησία. Αν διαρραγεί ο σύνδεσμος αυτός, αν κάποιος πιστός δηλ. παύσει την «κοινωνία» αυτή με τον Ορθόδοξο επίσκοπό του, αυτόματα τίθεται εκτός Εκκλησίας.
Κατʼ αυτό τον τρόπο, όσοι χάνουν την Ορθή πίστη, είναι αιρετικοί. Όσοι παύουν την «κοινωνία» με τον τοπικό επίσκοπό τους, παύουν την «κοινωνία» με ολόκληρη την Εκκλησία του Χριστού και είναι σχισματικοί.
Οι Ιεροί Κανόνες προβλέπουν ειδικά δύο περιπτώσεις ως προς το πότε έχουμε κατάκριτο σχίσμα και πότε όχι.
α. Κατάκριτο σχίσμα έχουμε όταν ένας κληρικός παύει το «μνημόσυνο» του ονόματος του επισκόπου του σε βάρος του οποίου υπάρχουν κατηγορίες ότι διέπραξε κάποια «εγκλήματα», τα οποία όμως δεν ανάγονται σε θέματα πίστεως, και δεν τα έχει εξετάσει Σύνοδος. Την περίπτωση αυτή την προβλέπει ο 13ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ο οποίος ορίζει:
«ει τις πρεσβύτερος, ή διάκονος, ως δήθεν επί εγκλήμασί τισι του οικείου κατεγνωκώς επισκόπου, προ συνοδικής διαγνώσεως και εξετάσεως, και της επʼ αυτώ τελείας κατακρίσεως. αποστήναι τολμήσοι της αυτού κοινωνίας, και το όνομα αυτού εν ταις ιεραίς των λειτουργιών ευχαίς, κατά τον παραδεδομένον τη εκκλησία. μη αναφέροι, τούτον υποκείσθαι καθαιρέσει, και πάσης ιερατικής αποστερείσθαι τιμής».
Τέτοια «εγκλήματα» προβλεπόμενα από τον Κανόνα αυτόν, που δεν ανάγονται σε θέματα πίστεως, εξηγούν οι μεγάλοι Κανονολόγοι της Εκκλησίας Ζωναράς και Βαλσαμών « εγκληματικά δε αιτιάματα εισί πορνεία, ιεροσυλία και των κανόνων αθετήσεις» (βλ. Ράλλη- Ποτλή, Σύνταγμα θείων και ιερών Κανόνων, τομ. β΄, σ. 694-695)
β. Επαινετό σχίσμα υπάρχει όταν ένας κληρικός αποκόπτεται από τον επίσκοπό του, δηλ. παύει το «μνημόσυνο» του ονόματός του στις ιερές ακολουθίες, πριν ακόμα αποφασίσει σχετικά η Σύνοδος σε βάρος του επισκόπου αυτού που κηρύττει κάποια αιρετική διδασκαλία καταδικασμένη από Πατέρες ή Συνόδους. Τους κληρικούς αυτούς, που παύουν την «κοινωνία» με τέτοιους επισκόπους επαινεί ο 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ο οποίος λέγει τα εξής:
« Οι γαρ διʼ αίρεσιν τινά, παρά των αγίων συνόδων, η Πατέρων κατεγνωσμένην, της προ τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου την αίρεσιν δηλονότι δημοσία κηρύττοντος, και γυμνή τη κεφαλή έπʼ εκκλησίας διδάσκοντος, οι τοιούτοι, ου μόνον τη κανονική επιτιμήσει ουχ υποκείσονται, προ συνοδικής διαγνώσεως εαυτούς της προς τον καλούμενον επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζοντες, αλλά της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται. Ου γαρ επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, και ου σχίσματι την ένωσιν της εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι».
Συναφής είναι και ο 31ος Αποστολικός Κανόνας. Είναι σαφές, ότι στη δεύτερη περίπτωση, όσοι παύουν την «κοινωνία» με επισκόπους που κηρύττουν αιρετικές διδασκαλίες, δεν είναι σχισματικοί, γιατί δεν αποσχίστηκαν από γνήσιο επίσκοπο, αλλά από ψευδεπίσκοπο και ψευδοδιδάσκαλο!
Γιʼ αυτό, σε κάθε περίπτωση πρέπει να αναζητείται ο λόγος για τον οποίο ένας κληρικός παύει την «κοινωνία» με τον επίσκοπό του. Να ερευνάται αν τα παραπτώματα τα οποία αποδίδονται στον επίσκοπο είναι θέματα πίστεως, ή άλλης φύσεως.
2. ΕΙΝΑΙ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΙ ΟΙ ΕΣΦΙΓΜΕΝΙΤΕΣ ΜΟΝΑΧΟΙ;
1. Το Πατριαρχείο με το υπʼ αριθμ. πρωτ. 1110 έγγραφό του, που διαβιβάζει την ταυτόριθμη «Πράξη» του στην Ιερά Κοινότητα Αγίου ΄Ορους, αποφαίνεται ότι οι αγιορείτες μοναχοί της Εσφιγμένου «είναι σχισματικοί, αποκεκομένοι αυτοβούλως από της κοινωνίας μετά της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».
Για να στηρίξει την άποψή του αυτή ο Βαρθολομαίος επικαλείται τον πιο πάνω 13ο Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ο οποίος είναι άσχετος με την εξεταζόμενη περίπτωση. Κανένας μοναχός της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου δεν κατηγόρησε ποτέ τον Βαρθολομαίο για «πορνεία, ή ιεροσυλία, ή σιμωνία, ή άλλες κανονικές παραβάσεις». Η μόνη κατηγορία, που απέδωσαν στον Βαρθολομαίο και τους προκατόχους του Πατριάρχες Αθηναγόρα και Δημήτριο, είναι αποδοχή των αιρετικών διδασκαλιών του Οικουμενισμού και ότι προέβησαν σε ανεπίτρεπτες ενέργειες από την Ορθόδοξη πλευρά, που υποδηλώνουν προσχώρησή τους στον παπισμό!
Για λόγους πίστεως, λοιπόν, παύτηκε το «μνημόσυνό» του ονόματος των τελευταίων τριών Πατριαρχών, όπως επιβάλλει ο 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τον οποίο σκόπιμα αποκρύπτει η «Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη». Γιʼ αυτό δεν κοινοποιήθηκε στους μοναχούς το κατηγορητήριο, με τις αποδιδόμενες σʼ αυτούς παραβάσεις. Γιʼ αυτό δεν κλήθηκαν οι μοναχοί να απολογηθούν, όπως ορίζει ο νόμος. Ούτε κλήθηκαν να παραστούν στο «δικαστήριο», που αναπολόγητους τους καταδίκασε!
2. Τι λένε οι Εσφιγμενίτες μοναχοί
α. Οι Εσφιγμενίτες μοναχοί υποστηρίζουν ότι η Μονή τους από το 1971 έπαψε το «μνημόσυνο» του ονόματος του τότε Πατριάρχη Αθηναγόρα. Δεν επανέφερε αυτό ούτε και μετά την άνοδο στο Πατριαρχικό θρόνο των διαδόχων του Δημητρίου και Βαρθολομαίου.
Τότε είχαν πάψει το «μνημόσυνο» του ονόματος του Αθηναγόρα και τρεις Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, ο Φλωρίνης Αυγουστίνος και ο Παραμυθίας Παύλος. Επίσης και ορισμένες άλλες Μονές του Αγίου ΄Ορους, όπως η της Καρακάλλου, της Σιμωνόπετρας, του Αγίου Παύλου, της Ξενοφώντος, της Γρηγορίου, της Κωσταμονίτου., κ.ά
β. Οι «λόγοι πίστεως» για τους οποίους παύθηκε το 1971 το «μνημόσυνο» του Πατριάρχη Αθηναγόρα είναι ότι προσχώρησε όχι μόνο στην αίρεση του «Οικουμενισμού», ο οποίος δίκαια χαρακτηρίστηκε όχι μόνο «αίρεση», αλλά «παναίρεση», αλλά και του παπισμού.
Ακόμα και αυτός, ο τόσων φιλελευθέρων αρχών, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος υποστηρίζει ότι ο Οικουμενισμός είναι αίρεση:
«Ο Οικουμενισμός, πραγματικά έτσι όπως επικρατήσει να σηματοδοτείται ο όρος αυτός, βεβαίως είναι αίρεσις, διότι σημαίνει απάρνηση βασικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της Ορθοδόξου Πίστεως, όπως είναι, φέρʼ ειπείν, η αποδοχή της θεωρίας των κλάδων...
Εμείς πιστεύουμε ότι η Ορθοδοξία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Τέρμα! Σʼ αυτό, δεν γίνεται συζήτηση. Επομένως, πας όστις πρεσβεύει τα αντίθετα μπορεί να λέγεται οικουμενιστής και επομένως να είναι αιρετικός»!
Η αίρεση του Οικουμενισμού άρχισε να διεισδύει στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας τον περασμένο αιώνα. Πρωτοπόρος στη διάδοση του Οικουμενισμού υπήρξε ο Αθηναγόρας. Κήρυττε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία και η Λατινική, είμεθα «Μία» Εκκλησία, έφθασε μάλιστα στο σημείο το 1965 να κηρύξει με τον πάπα Παύλο 6ο την «Ένωση των Εκκλησιών», δηλ. της Ορθοδοξίας με τον Παπισμό (βλ Αθ. Σακαρέλλου, Έγινε η ΄Ένωση των Εκκλησιών, Αθήνα 2007) !
Οι κακόδοξες δηλώσεις και ενέργειες του Αθηναγόρα σε βάρος της Ορθοδοξίας είναι τόσες πολλές, ώστε πρέπει να γραφούν σʼ ολόκληρο βιβλίο. Δεν μπορούμε να τις παραθέσου όλες αυτές εδώ.
Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παραθέσουμε μερικές κρίσεις για το άτομο αυτό, από ορισμένους κληρικούς και μοναχούς.
αα. Ο Πατριάρχης Μάξιμος Ε΄, προκάτοχος του Αθηναγόρα, είπε το 1948 για την αναρρίχηση του Αθηναγόρα στον Πατριαρχικό θρόνο:
« Εάλω η Ορθοδοξία»!
ββ. Ο π. ΙουστίνοςΠόποβιτς, κορυφαίος Σέρβος θεολόγος, καθηγητής της Δογματικής στο Βελιγράδι, το 1971 έγραψε:
«Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αυτός, με την νεοπαπιστικήν συμπεριφορά του εις τους λόγους και εις τας πράξεις σκανδαλίζει επί μίαν δεκαετίαν τας Ορθοδόξους συνειδήσεις, αρνούμενος την μοναδικήν και πανσωστικήν Αλήθειαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας και Πίστεως, αναγνωρίζων τας Ρωμαϊκάς και άλλας αιρέσεις ως ισοτίμους με την αλήθειαν του Ρωμαίου Άκρου Ποντίφηκα με όλην τη δαιμονικήν αντιεκκλησιαστικήν υπερηφάνειά του.
Και προετοιμάζει με αυτοκτονικήν ταχύτητα και επιπολαιότητα, κατά το παράδειγμα του Βατικανού, αυτήν την ιδικήν του λεγομένην «Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον», όχι όμως με το βασικόν Ευαγγελικόν και αγιοπαραδοσιακόν θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου, αλλά με καθαρώς σχολαστικο- προτεσταντικήν θεματολογίαν…..
Οι αγιορείτες δικαίως τον ονομάζουν αιρετικόν και αποστάτην εις τας επιστολάς των τας απευθυνομένας προς αυτόν ανοικτώς δια του τύπου…»
γγ. Η Ιερά Μονή Σταυρονικήτα Αγίου ΄Ορους
« Δυστυχώς, ως αποδεικνύουν αι αλλεπάλληλοι και επί σειράν ετών πατριαρχικαί δηλώσεις δεν πρόκειται περί φραστικών λαθών ή δημοσιογραφικών ανακριβειών, αλλά περί σταθερών πεποιθήσεων εκφραζομένων ευκαίρως ακαίρως μετά πάσης εμφάσεως.
Άρα δεν είναι δυνατόν μία εκδήλωσις του Πατριάρχου να καθησυχάσει
την Ορθόδοξον συνείδησιν, εφʼ όσον αι πεποιθήσεις του Φαναρίου και η διαγραφόμενη πορεία του παραμένει η αυτή.
Συγκεκριμένως, εις την ημετέραν Μονήν, παρόλη την αγιορειτικήν αντίδρασιν, εμνημονεύαμεν μέχρι τινός του Πατριαρχικού ονόματος, φειδόμενοι της εκκλησιαστικής ενότητος. Μετά δε την περί Φιλιόκβε και Πρωτείου, ως απλών εθίμων, δήλωσιν του Πατριάρχου, επαύσαμεν το μνημόσυνον αισθανθέντες ότι εξέλιπε παν περιθώριον ανοχής, ή προθεσμία αναμονής.
Αι παρόμοιαι δηλώσεις δεν αποτελούν μόνον αναίρεσιν της Θεοδιδάκτου και ζωηφόρου παραδόσεως της Αγίας μας Εκκλησίας, αλλά συγχρόνως εμπαιγμόν προς τον ταλαίπωρον δυτικόν κόσμον» ( βλ. Ορθόδοξος Τύπος 142/ 15.6. 1971, σ. 6)
δδ. Ο π. Γεώργιος Καψάνης
Ο π. Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου αναφερόμενος σε δηλώσεις του Αθηναγόρα, ότι «ουδέν μας χωρίζει με την Καθολική Εκκλησία» έγραψε:
«… Ακούομεν συχνά, ακόμη και από επίσημα χείλη ότι μεταξύ των Ορθοδόξων και ετεροδόξων δεν υπάρχουν ουσιώδεις διαφοραί, ότι η Μία αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία αποτελείται από όλας τας «εκκλησίας», Ορθοδόξους και μη, εφόσον καμία ιστορική Εκκλησία δεν δύναται να ισχυρισθή ότι έχει ακεραίαν την αλήθειαν και ότι πρέπει πάση θυσία να γίνη η ένωσις με τας ετεροδόξους και μάλίστα να κοινωνήσωμεν από ίδιον άγιον Ποτήριον.
΄Όλα αυτά, και άλλα πολλά αποτελούν σοβαράν εκτροπήν από την πίστιν των Αποστόλων και των Πατέρων και συνιστούν αίρεσιν, διότι θίγουν τα θεμέλια της Πίστεως» [βλ. Γ. Καψάνη, Η ένωση των «εκκλησιών», Ορθόδοξος Τύπος (143)1.7.1971. σ. 2].
εε. Ο μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, λέγει:
« Τι είναι αυτά; Είναι λόγοι αληθείας, λόγοι πίστεως, λόγοι Ορθοδόξου Πατριάρχου...
Εις τον διάλογον , που διεξάγει ο Παναγιώτατος Πατριάρχης μας από ετών με τον κόσμο ν, υπεχώρησεν, ηστόχησεν, ηττήθη. Εθυσίασε τας μονίμους θείας αληθείας εις τας απαιτήσεις του «εν τω πονηρώ κειμένου κόσμου», συνεβιβάσθη, εταυτίσθη με τον κόσμον. Ισοπέδωσε την διαφοράν μεταξύ αληθείας και ψεύδους. Ό,τι ελέγομεν αίρεσιν, κακοδοξίαν απηλείφθη από το λεξιλόγιόν του. Η Ορθοδοξία δεν είναι διάφορος από τον παπισμόν και δέκα ολοκλήρους αιώνας επλανάτο η Εκκλησία μας. Τα δόγματα δεν είναι υπερφυσικαί αλήθειαι και κατά καιρούς δυνάμεθα να τα μεταβάλλωμεν. Ό,τι εγράφη κατά των Λατινικών κακοδοξιών υπό αγίων Πατέρων, σήμερον δεν έχει ισχύν....
Και τώρα; Τώρα που ο πολύς, κόσμος ακολουθεί αυτήν την διεστραμμένην λογικήν, που το φως σκοτίζεται, το άλας μωραίνεται, που ένας Οικουμενικός Πατριάρχης απαρνείται την Ορθόδοξον Παράδοσιν και συντάσσεται με τον αιρεσιώτην παπισμόν, τι να είπωμεν:
Και ποίος μας ακούει; Τα πλήθη θέλουν αγάπην, θέλουν ένωσιν. Τι αξίζει η αλήθεια του Θεού ενώπιον της αγάπης; Ομολογουμένως, ζώμεν εις ατμόσφαιραν συγχύσεως. Φοβούμεθα μήπως, η τόσον εξαπλωθείσα αδιαφορία δια την Ορθόδοξον πίστιν, αποβή καταστρεπτική δια την αγίαν Εκκλησίαν μας. Ουδαμού ακούεται φωνή διαμαρτυρίας. Που είναι οι ποιμένες της Εκκλησίας, δια να σημάνουν εγρήγορσιν, να καταδείξουν τον κίνδυνον; Να είπώμεν τον Πατερικόν λόγον « Ο πλους εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύθει»; Αλλʼ ο Χριστός δεν καθεύδει. Καθεύδομεν ημείς βαθέως, καθεύδουν οι Ποιμένες μας....» ( βλ. Ορθόδοξο Τύπο αριθμ. 57, Νοέμβ. 1965)
Επίσης, ο ίδιος γράφει:
«Από το 1920 έχομεν συρροήν «βλασφημιών», δια του καινοτόμου Μεταξάκη, και του Ωριγενιστού Βασιλείου, αι οποίαι απεκορυφόθησαν δια του νυν Πατριάρχου κ. Αθηναγόρου.
Οποίαι και οπόσαι βλασφημίαι!
Από το 1949 μέχρι σήμερον και τι δεν ηκούσαμεν από του στόματός του!
Προς τι να τας επαναλάβωμεν ;
Προς τι να είπωμεν δια την «φιλτάτην του πατρίδα, την Τουρκίαν δια τας άνευ ανάγκης γλοιώδεις κολακείας προς το Ισλάμ, το ότι «ένα Θεόν πιστεύομεν πάντες» ή «όταν περιέρχωμαι εις αμηχανίαν, στρέφω το βλέμμα μου προς την εικόνα του Ατατούρκ και φωτίζομαι», τας ιδιοτύπους συλλειτουργίας μετά των Αρμενίων, τα τελούμενα μνημόσυνα επί νεκρών Τούρκων, αι συμφωτογραφήσεις μετά ελεεινών γυναικών, η αντικατάστασις του «μέτρου αληθείας ο Θεός», δια του «μέτρου ο άνθρωπος», η σιωπή του επί επιμόνου κατηγορίας ως μασόνου, η κατόπιν τόσου σκανδάλου, απειλήσαντος την ενότητα του Πατριαρχείου, προώθησις του μασόνου Ιακώβου εις Αμερικήν;
Προς τι να υπομνήσωμεν τα τόσον γνωστά γεγονότα των τελευταίων χρόνων;
*Ποίος ποτέ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εδέχθη να γίνη όργανον μεγάλης εγκοσμίου δυνάμεως, δια να επιτύχη μίαν ψευδένωσιν των Εκκλησιών εις βάρος της Ορθοδόξου Πίστεως;
*Ποίος ελάλησε τόσον φιλελεύθερα και αντορθόδοξα, ως ούτος ο άνθρωπος;….
*Ποίος άλλος είπε, ότι «μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων δεν υπάρχουν διαφοραί»;
*Ποίος άλλος ετραυμάτισε την εθνικήν μας φιλοτιμίαν με τον νοσηρόν του
φιλοτουρκισμόν του;
*Ποίος προσέφερε «γην και ύδωρ» εις τον πάπαν;
*Ποίος εδίχασε το πλήρωμα της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας, εις ενωτικούς και ανθενωτικούς;
*Ποίος περιήγαγεν εις τόσον ταπεινωτικήν θέσιν το κύρος του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, δια μιάς αχρείου Ορθοδόξως και φιλολατινικής πολιτικής;
Διατί, λοιπόν, όλα αυτά δεν αποτελούν «βλασφημίας κατά του αγίου Πνεύματος» και τα δεινά τα οποία υπέστη στο Πατριαρχείον μας και ο εις την Τουρκίαν λαός μας δεν αποτελούν «ένδικον μισθαποδοσίαν» υπό του Θεού μη φειδομένου και προ αυτού εκ του ολοκληρωτικού εκ της βασιλίδος «ξεριζώματος;» ( βλ. Ορθόδοξος Τύπος, Μάϊος 1965, σ. 4).
γ. Οι ίδιοι λόγοι πίστεως ισχύουν και για τη μη μνημόνευση του ονόματος του Δημητρίου και Βαρθολομαίου. Οι Πατριάρχες αυτοί όχι μόνο έχουν δηλώσει ότι ακολουθούν «τη γραμμή» του Αθηναγόρα .και έχουν προβεί κατά καιρούς σε εξίσου με τον Αθηναγόρα κακόδοξες δηλώσεις, αλλά έχουν και συλλειτουργήσει στη Ρώμη, με τον Πάπα, όπως κιʼ ο Αθηναγόρας.
αα. Η Ιερά Κοινότητα το 1971 σε διαμαρτυρία της προς τον Πατριάρχη Δημήτριο, για συνέντευξή του, γράφει:
«Ας επιτροπή ημίν, ίνα, ερμηνεύοντες και το κοινόν σχεδόν αίσθημα, εκφράσωμεν τας ανησυχίας μας, ας γεννά η μνησθείσα συνέντευξις Υμών, (βλ. «Ελλην. Βοράς», 23. 3. 1971) ήτις ανανεώνει συμπυκνούσα τας ιδίας στερεοτύπους επαναληφθείσας δηλώσεις Σας και να ερωτήσωμεν ευλαβώς, που , επί τέλους, οδηγείται η ολκάς της Εκκλησίας, δεδομένου ότι, εις την εν λόγω συνέντευξιν διατυπούνται απόψεις ήκιστα γνωσταί εις την Ορθόδοξον Εκκλησιολογίαν και την θεολογίαν των αγίων Πατέρων, καθόσον τουλάχιστον γνωρίζομεν» [ βλ. Ορθόδοξος Τύπος, (143) 1.7. 1971, σ. 4.]
ββ. Επίσης η αυτή Ιερά Κοινότητα το 1995 σε διαμαρτυρία της προς τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο γράφει για το συλλείτουργο του με τον Πάπα:
« Είμεθα επίσης υποχρεωμένοι, Παναγιώτατε, να εκφράσωμεν την βαθείαν λύπην μας δια την λειτουργικήν συμμετοχήν της Ορθοδόξου Αντιπροσωπείας εις την λειτουργίαν του Πάπα, παρά τους Ιερούς Κανόνας.
Συγκεκριμένως, ιεροφορεμένοι διάκονοι Ορθόδοξοι και Ρκαθολικοί ανέγνωσαν το Ευαγγέλιον, ευλογηθέντες ο μεν Ορθόδοξος υπό του Πάπα, ο δε Ρκαθολικός υφʼ Υμών. Ηυλογήσατε τον λαόν από κοινού μετά του Πάπα και απηγγείλατε το Σύμβολον της Πίστεως χωρίς το Φιλιόκβε, ως εάν οι ΡΚαθολικοί παρητήθησαν του Φιλιόκβε.
Την τοιαύτην λειτουργικήν συμμετοχήν ο πρωτ. π. Γ. Μεταλληνός εχαρακτήρισεν ως συλλειτουργίαν εις το Α΄ μέρος της Λειτουργίας.
Είναι προφανές ότι πάντα τα ανωτέρω είναι συνέπεια της νέας θεωρίας περί των «αδελφών Εκκλησιών», θεωρίαν την οποίαν εισάγουν σταδιακώς τα διάφορα κείμενα της Μικτής Επιτροπής του Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρκαθολικών και άλλα κείμενα προσφωνήσεων και επισήμων γραμμάτων. Επιστέγασμα της εξελίξεως και αποδοχής της θεωρίας περί των «αδελφών Εκκλησιών» είναι το κείμενον του Μπαλαμάντ» [βλ. Ορθόδοξος Τύπος (1154) 22. 12.1995]
γγ. Ο Γάλλος θεολόγος Ολιβιέ Κλεμάν παρουσιάζει τον Βαρθολομαίο δεχόμενο ότι
« 1. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είναι - η μοναδική –« Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» του Συμβόλου της Πίστεως, αλλʼ απλώς μία από τις μείζονες εκφράσεις του Χριστιανισμού, που έχει πλήρη συνείδηση ότι μέσα της υπάρχει ακόμη «Μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία».
2. Το Πρωτείο του Οικουμενικού Πατριάρχου δεν είναι απλώς πρωτείο τιμής, μεταξύ των λοιπών Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών και πρωτείον εξουσίας στα όρια της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, όπως καθορίζεται από τους ιερούς κανόνες, αλλά παγκόσμιο πρωτείο» που του δίνει την δυνατότητα να είναι «ο Προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας» και «ο παγκόσμιος Πρωθιεράρχης».
3 …
4. Ο Οικουμενισμός πρέπει να παρακάμψη λεκτικές διαμάχες, γύρω από τις δογματικές διαφορές, μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών και να επιδιώξει την ενότητά τους στη βάση μιάς πνευματικής εμπειρίας της σωτηρίας.
5. Στην προοπτική αυτή οι δογματικές διαφορές με τη Ρώμη δεν έχουν καμία σημασία. Η αίρεση του Φιλιόκβε είναι μία διαφορετική διατύπωση του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος. Το απαράδεκτο κείμενο του Μπαλαμάντ είναι η λύση του προβλήματος της Ουνίας.
6 …
7. Στον Ιουδαϊσμό και στο Ισλάμ λατρεύεται ο ίδιος με εμάς Θεός, ο Θεός του Αβραάμ. Υπάρχει θεολογία περί Τριάδος, έστω και αν αυτό δεν γίνεται κατανοητό σʼ αυτές τις θρησκείες, καθώς και κοινή εσχατολογική προσδοκία του ερχ
Μοιραστείτε το με τους φίλους σας:
Αγαπητοί φίλοι της σελίδας, παρακαλούμε να είστε ευγενικοί και κόσμιοι στις εκφράσεις σας, με σεβασμό, κατανόηση
και αξιοπρέπεια, προς τους συνανθρώπους μας, όπως αρμόζει σε λογικούς ανθρώπους, αλλά και σε ενσυνείδητους
Χριστιανούς οι οποίοι κάνουν πράξη τον Ευαγγελικό λόγο, «Αγαπάτε αλλήλους».
Φυλάξτε το στόμα σας, από λόγια περιττά, πικρόχολα, ανώφελα, ασκηθείτε στην προσευχή του Ιησού, εγκρατευθείτε
και ο Κύριος θα σας περιβάλλει με το ανεκτίμητο δώρο της αγάπης Του.
Οι απόψεις της ιστοσελιδας μπορεί να μην ταυτίζονται με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των
συντακτών τους και δεν δεσμεύουν με οποιοδήποτε τρόπο την ιστοσελιδα.
Οι διαχειριστές της ιστοσελιδας δεν ευθύνονται για τα σχόλια και τους δεσμούς που περιλαμβάνει.
Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, γενικά και
εναντίον των συνομιλητών ή των συγγραφέων.
Μην δημοσιεύετε άσχετα σχόλια με το θέμα.
Με βάση τα παραπάνω με λύπη θα αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε τα απρεπή και βλάσφημα σχόλια τα οποία δεν αρμόζουν
στον χαρακτήρα και στο ήθος της σελίδας μας χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.